Η ζήτηση για φυτικές πρωτεΐνες στην ΕΕ αυξάνεται
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανταποκρινόμενη στις ανάγκες των γεωργών, των παραγωγών και των καταναλωτών, διερευνά τον τρόπο αξιοποίησης του δυναμικού της παραγωγής φυτικών πρωτεϊνών στην ΕΕ.
Η παραγωγή και η προμήθεια φυτικών πρωτεϊνών για τον τομέα των γεωργικών προϊόντων διατροφής έχει επανειλημμένα βγει στο προσκήνιο. Η έκθεση του 2018 σχετικά με την «ανάπτυξη φυτικών πρωτεϊνών στην Ευρωπαϊκή Ένωση» εξετάζει την κατάσταση της προσφοράς και της ζήτησης φυτικών πρωτεϊνών στα κράτη-μέλη, καθώς και τις δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της παραγωγής τους με τρόπο οικονομικά και περιβαλλοντικά ασφαλή. Επίσης, συνοψίζει την ανάλυση του τομέα των πρωτεϊνών στην ΕΕ, την οποία διεξήγαγε η Επιτροπή.
Τα πιο συνήθη φυτά, πλούσια σε πρωτεΐνες, είναι η σόγια, τα όσπρια (σιτηρά και ζωοτροφές) και οι ελαιούχοι σπόροι. Ως πηγή αμινοξέων για τα ζώα, οι φυτικές πρωτεΐνες αποτελούν ζωτική συνιστώσα των ζωοτροφών. Επομένως, είναι απαραίτητες για τη γεωργία της ΕΕ. Επιπλέον, καταναλώνονται όλο και περισσότερο για ανθρώπινες τροφές με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σχεδόν 7% παγκοσμίως. Ωστόσο, η ΕΕ αντιμετωπίζει σημαντικό έλλειμμα στις φυτικές πρωτεΐνες, εισάγοντας το μεγαλύτερο ποσοστό που χρειάζεται ο γεωργικός της τομέας.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής φυτικών πρωτεϊνών στην ΕΕ μπορεί να αποφέρει όχι μόνο οικονομικά οφέλη για τους γεωργούς και τους παραγωγούς τροφίμων και ζωοτροφών, αλλά και ένα ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών και κλιματικών πλεονεκτημάτων. Συγκεκριμένα, οι πρωτεϊνούχες καλλιέργειες συμβάλλουν στη σταθεροποίηση του αζώτου της ατμόσφαιρας στο έδαφος, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο σε έναν πιο βιώσιμο κύκλο αζώτου.
Εντούτοις, έχουν ήδη εντοπιστεί ορισμένες δυσκολίες στην ανάπτυξη του τομέα των φυτικών πρωτεϊνών στην ΕΕ. Μεταξύ άλλων, οι αγρονομικές συνθήκες στην Ευρώπη δεν είναι οι καλύτερες για την παραγωγή φυτικών πρωτεϊνών μεγάλης κλίμακας. Επιπλέον, η οικονομική αποδοτικότητα αυτών των καλλιεργειών στην Ευρώπη, η ανταγωνιστικότητα των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών της ΕΕ σε σύγκριση με τις εισαγόμενες φυτικές πρωτεΐνες, η έλλειψη έρευνας σχετικά με την αναπαραγωγή, τις αγρονομικές πρακτικές και τις διαφορετικές χρήσεις κάνουν δυσκολότερη την ανάπτυξη αυτού του τομέα.